- πιστοποιητικός
- -ή, -ό / πιστοποιητικός, -ή, -όν, ΝΑ [πιστοποιώ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιστοποίηση ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτινεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το πιστοποιητικόβλ. πιστοποιητικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιστοποιητικό — το, Ν 1. (νομ.) ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο βεβαιωτικό πραγματικού ή νομικού γεγονότος το οποίο συνδέεται με ορισμένη έννομη συνέπεια (α. «πιστοποιητικό υγείας» β. «πιστοποιητικό καταλληλότητος πλοίου» γ. «πιστοποιητικό γάμου» 2. φρ.… … Dictionary of Greek